- φιλαδέλφως
- φιλάδελφοςloving one's brotheradverbialφιλάδελφοςloving one's brothermasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαδέλφως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. φιλάδελφος … Dictionary of Greek
Φιλαδέλφως — Φιλάδελφος loving one s brother masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
братолюбьнѣ — (1*) нар. С любовью к ближнему: братолюбнѣ и б҃годарованнѣ. сподобимсѩ и мы. путь свои преити. (φιλαδέλφως) ФСт XIV, 132в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φιλάδελφος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στους Λεοντίνους της Σικελίας στα χρόνια του Δεκίου (249 251) μαζί με τους Αλφειό και Κυπρίνο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο τόπο και χρόνο, μαζί με τους Διομήδη … Dictionary of Greek